- καπυρίζειν
- καπυρίζωlive riotouslypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπυρίζω — (Α) [καπυρός] 1. ζω τρώγοντας καπύρια 2. διασκεδάζω, γλεντοκοπώ («διαίτας ἔχουσα καὶ ἀπόψεις τοῑς καπυρίζειν βουλομένοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek